- περιστήθιο(ν)
- το корсаж
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περιστήθιο — το / περιστήθιος, ον, ΝΑ νεοελλ. 1. ένδυμα που φορούν οι γυναίκες εσωτερικά και περιβάλλει το στήθος τους, στηθόδεσμος, κν. σουτιέν 2. (σχετικά με ιπποσκευή) το προστερνίδιο, η μπροστινέλα αρχ. 1. ως επίθ. αυτός που τοποθετείται γύρω από το… … Dictionary of Greek
κουμπούρι — το 1. (στο παρελθόν) περιστήθιο ένδυμα με πολλά κουμπιά 2. φαρέτρα 3. κουμπούρα, περίστροφο, πιστόλι («σέρνει τουφέκι σισανέ κι εγγλέζικα κουμπούρια», Πολίτ.) 4. στον πληθ. τα κουμπούρια μτφ. οι μαστοί, τα βυζιά («Μαριώ μου, τα κουμπούρια σου με… … Dictionary of Greek
μπροστινέλα — η [μπροστινός] το μέρος τής ζευκτηρίας που προσαρμόζεται στη σαγή τού στήθους τών υποζυγίων, κυρίως τών αλόγων, και χρησιμεύει για την έλξη, προστερνίδιο, περιστήθιο … Dictionary of Greek
περιστηθίς — ίδος, ἡ, Α το περιστήθιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στῆθος + κατάλ. –ίς] … Dictionary of Greek
παραδείσια πτηνά — Όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται μερικά στρουθιόμορφα πουλιά της οικογένειας των παραδεισιδών, που ονομάστηκαν έτσι για την ωραιότητα του φτερώματός τους, που είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό στα αρσενικά. Τα πουλιά αυτά είναι διαδεδομένα σχεδόν μόνο … Dictionary of Greek